- τροχίασμα
- -άσματος, τὸ, ΝΑ [τροχιάζω]νεοελλ.αστρον.το σύνολο τών οδοντωτών τροχών εκκρεμούς χρονομέτρου ή ισημερινού τηλεσκοπίου που λειτουργεί ως ρολόγι, με τη βοήθεια τού οποίου μεταδίδεται η κίνηση από τον κινητήρα στους δέκτες ή στο τηλεσκόπιο για την παρακολούθηση τών αστέρωναρχ.τροχός.
Dictionary of Greek. 2013.